- λιγνεύω
- (Μ λιγνεύω) [λιγνός]γίνομαι λιγνός, αδυνατίζωνεοελλ.λεπταίνω κάποιον, κάνω κάποιον λιγνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγνεύω — λίγνεψα 1. μτβ., λεπταίνω κάτι. 2. αμτβ., γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω: Λίγνεψε από τη στενοχώρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίγνεμα — το [λιγνεύω] λέπτυνση, αδυνάτισμα … Dictionary of Greek
lihni — LIHNÍ, lihnesc, vb. IV. intranz. (Mai ales la part.) A avea o senzaţie de sfârşeală, de slăbiciune (mai ales din cauza foamei). ♢ expr. (refl.) A i se lihni cuiva = a i veni cuiva rău (de foame, de oboseală etc.) [var.: aligní vb. IV] – et. nec.… … Dicționar Român
αχαμναίνω — υνα, και αχαμνίζω ισα, αδυνατίζω, λιγνεύω: Πολύ αχάμνυνε τ άλογό σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)